- παμφάγος
- -ο (ΑΜ παμφάγος, -ον)1. αυτός που καταβροχθίζει τα πάντα, αδηφάγος («παμφάγος Ἀλκμάν», Αλκμ.)2. αυτός που καταστρέφει τα πάντα («παμφάγον πῡρ», Ευρ.)3. αυτός που μπορεί να τρώγει όλες τις τροφές («παμφάγα ζώα» — τα ζώα που τρέφονται τόσο με φυτικές όσο και με ζωικές ουσίες).[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -φάγος*].
Dictionary of Greek. 2013.