παμφάγος

παμφάγος
-ο (ΑΜ παμφάγος, -ον)
1. αυτός που καταβροχθίζει τα πάντα, αδηφάγος («παμφάγος Ἀλκμάν», Αλκμ.)
2. αυτός που καταστρέφει τα πάντα («παμφάγον πῡρ», Ευρ.)
3. αυτός που μπορεί να τρώγει όλες τις τροφές («παμφάγα ζώα» — τα ζώα που τρέφονται τόσο με φυτικές όσο και με ζωικές ουσίες).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -φάγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παμφάγος — all devouring masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμφάγος — α, ο αυτός που τρώει και φυτικές και ζωικές τροφές, αυτός που τρώει τα πάντα: Ο άνθρωπος είναι παμφάγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παμφαγώτατον — παμφάγος all devouring masc acc superl sg παμφάγος all devouring neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμφάγον — παμφάγος all devouring masc/fem acc sg παμφάγος all devouring neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμφαγώτατοι — παμφάγος all devouring masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμφαγώτερα — παμφάγος all devouring neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμφάγα — παμφάγος all devouring neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμφάγε — παμφάγος all devouring masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμφάγοι — παμφάγος all devouring masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παμφάγοις — παμφάγος all devouring masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”